Είναι γνωστό ότι τα social media, εκτός από το ότι βοηθούν τους ανθρώπους να κοινωνικοποιηθούν και προσφέρουν στιγμές χαλάρωσης, ενδέχεται να έχουν επιπτώσεις στην ψυχολογική και συναισθηματική τους υγεία. Μια νέα αμερικανική επιστημονική μελέτη, μάλιστα, τα συνδέει με αυξημένο κίνδυνο κατάθλιψης, ο οποίος ποικίλει ανάλογα με την ηλικία του χρήστη και ποιο μέσο χρησιμοποιεί .
Μάλιστα, τα δύο social media με τις μεγαλύτερες επιπτώσεις είναι το Snapchat και το Facebook. Ωστόσο, η νέα αυτή έρευνα δεν ξεκαθαρίζει σε ποιο βαθμό οι online πλατφόρμες απλώς φέρνουν στο φως ή επιδεινώνουν προϋπάρχοντα προβλήματα ψυχικής υγείας που δεν είχαν εκδηλωθεί προηγουμένως.
Σύμφωνα με την μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό JAMA Network Open από τον δρ Ρόι Πέρλις της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και του Γενικού Νοσοκομείου της Μασαχουσέτης, ανέλυσαν στοιχεία για σχεδόν 5.400 ενήλικες. Τα δύο τρίτα των συμμετεχόντων ήταν γυναίκες ενώ κανένας από τους οποίους δεν είχε διαγνωστεί ούτε καν με ήπια κατάθλιψη στην αρχή της μελέτης (Μάιος 2020).
Όμως ένα χρόνο μετά (Μάιος 2021), σχεδόν ένας στους δέκα χρήστες (9%) είχε εμφανίσει σημάδια κατάθλιψης με τον κίνδυνο να αυξάνεται με την αυξημένη χρήση πρώτα του Snapchat, μετά του του Facebook και τέλος του TikTok.
Ωστόσο, αυτό που παρατήρησαν οι επιστήμονες ήταν ότι ο κίνδυνος ήταν μεγαλύτερος στους χρήστες του TikTok και του Snapchat άνω των 35 ετών, αλλά όχι στους νεότερους, ενώ το αντίστροφο ίσχυε στο Facebook, όπου ο κίνδυνος κατάθλιψης ήταν μεγαλύτερος στους χρήστες κάτω των 35 ετών, αλλά όχι στους μεγαλύτερους.
«Η σχέση ανάμεσα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στην ψυχική υγεία έχει αποτελέσει θέμα έντονου διαλόγου», ανέφερε ο Πέρλις και επεσήμανε ότι δεν είναι σαφές, ούτε από τη νέα έρευνα, κατά πόσο όντως τα ίδια τα social media προκαλούν κατάθλιψη.
Όπως είπε, «μια πιθανή εξήγηση είναι ότι οι άνθρωποι υψηλού κινδύνου για κατάθλιψη, ακόμη και αν δεν έχουν ακόμη κατάθλιψη, είναι πιθανότερο να χρησιμοποιήσουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μια άλλη εξήγηση είναι ότι τα social media πράγματι συμβάλλουν στην αύξηση του κινδύνου».